ουροσκοπία

ουροσκοπία
η анализ мочи

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ουροσκοπία" в других словарях:

  • ουροσκοπία — η η μικροβιολογική εξέταση τών ούρων που γίνεται για διαγνωστικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. uroscopy (< ούρο + σκοπία < σκόπος < σκοπώ)] …   Dictionary of Greek

  • ουροσκοπικός — ή, ό [ουροσκοπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουροσκοπία. επίρρ... ουροσκοπικώς με ουροσκοπικό τρόπο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»